αρχαιοσυλία

αρχαιοσυλία
η
η κλοπή έργων της αρχαίας τέχνης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχαιόσυλος (πρβλ. ιεροσυλία). Η λ. μαρτυρείται από το 1890 στην εφημερίδα Ακρόπολις].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”